θυαφόρος

θυαφόρος
θυαφόρος, ὁ (Α)
επιγρ. λιβανοφόρος, αυτός που φέρει θύα*, λιβανωτό για τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύα + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, κανη-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”